- ερημοφύλαξ
- ἐρημοφύλαξ, ὁ (Α)φύλακας, φρουρός τής ερήμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + φύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερημοφυλακία — ἐρημοφυλακία, ἡ (Α) [ερημοφύλαξ] φρουρά τής ερήμου, στρατιωτικό και τελωνειακό σώμα στα σύνορα τής Αιγύπτου προς την έρημο … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek